-
1 μέλεος
A idle, useless, ;μελέη δέ μοι ἔσσεται ὁρμή Od.5.416
;οὐ μ. εἰρήσεται αἶνος Il.23.795
; μ. δέ οἱ εὖχος ἔδωκας a vaunt unearned, 21.473: neut. μέλεον as Adv., in vain,μέλεον δ' ἠκόντισαν ἄμφω 16.336
.
См. также в других словарях:
μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… … Dictionary of Greek